παρεκτείνασα

παρεκτείνασα
παρεκτείνᾱσα , παρεκτείνω
stretch out in line
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεκτείνω — ΝΜΑ [εκτείνω] κάνω κάτι να απλωθεί, εκτείνω σε γραμμή, επιμηκύνω μσν. αρχ. παθ. παρεκτείνομαι εκτείνομαι κοντά σε κάτι, είμαι ακριβώς παράλληλος με κάτι ή έχω την ίδια έκταση με κάποιον αρχ. 1. (για στρατό και στόλο) αναπτύσσω σχηματισμό σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”